Περί χωρισμών και άνευ όρων αγάπης
μουσική και θεραπεία
Friday, November 14, 2025
Monday, October 20, 2025
Ηλικιωμένοι ναρκισσιστές γονείς:
Δε φρόντισαν ποτέ τις συναισθηματικές σου ανάγκες και τώρα χρειάζονται τη δική σου φροντίδα
Thursday, October 16, 2025
Η Ζωή Είναι Πένθος
Monday, April 14, 2025
ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΧΩΡΙΣ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ
(Μετάφραση άρθρου από The School Of Life)
Ένα από τα πιο παράξενα χαρακτηριστικά της ζωής, και χωρίς να υπάρχουν ιδιαίτερες ενδείξεις για το πρόβλημα, είναι ότι πολλοί άνθρωποι περιφέρονται στη γη χωρίς να έχουν αίσθηση του εαυτού τους.
Με αυτό, εννοούμε ότι έχουν μια βαθιά αβεβαιότητα για το ποιοι μπορεί να είναι, τί μπορεί να θέλουν και ποιον πρέπει να εμπιστεύονται. Οι άτυχοι αυτοί άνθρωποι δεν έχουν σταθερό πυρήνα. Στο βάθος, αναρωτιούνται πάντα, όχι “Τί μου αρέσει;”, αλλά “Τί πρέπει να μου αρέσει;”. Όχι “Τί εγκρίνω;”, αλλά “Τί είναι σωστό να εγκρίνω;”. Όχι “Τί μου φαίνεται αστείο;”, αλλά “Πότε να γελάσω;”.
Όταν τους παρακολουθήσουμε προσεκτικά, ίσως παρατηρήσουμε γρήγορες, σχεδόν αυθαίρετες αλλαγές στις απόψεις τους: θαυμάζουν τον τάδε καλλιτέχνη ή τους αρέσει το τάδε σακάκι ή έχουν τη δείνα πολιτική άποψη… αλλά στην πραγματικότητα, όχι, προτιμούν κάτι άλλο και μετά κάτι άλλο. Με τον τρόπο τους, φωνάζουν σιωπηρά σε έναν κόσμο που τους προβληματίζει και τους τρομάζει: “Ποιος πρέπει να είμαι; Τί είναι σωστό να σκέφτομαι;”.
Αυτές οι ταλαιπωρημένες ψυχές είναι συνήθως το προϊόν ενός πολύ συγκεκριμένου είδους παιδικής ηλικίας. Όταν ήταν μικροί, είχαν αντιμετωπίσει περιβάλλοντα, στα οποία η μοναδικότητά τους δεν απασχόλησε ποτέ τους εγωπαθείς γονείς τους. Η μητέρα ή ο πατέρας δεν μπόρεσαν ποτέ να παραμερίσουν για λίγο τις ανάγκες τους, να κατέβουν στο επίπεδό τους και να διερωτηθούν: Ποιος είναι αυτός ο υπέροχος καινούριος άνθρωπος που βοήθησα να δημιουργηθεί; Σε τί έχει έφεση, τί του αρέσει και τί όχι; Τί έχει να μου πει;
Ήταν υπερβολικά ταραγμένοι και εύθραυστοι για μια τέτοιου είδους αυταπάρνηση. Δε μπορούσαν να συντονιστούν με το παιδί και κατά συνέπεια, το παιδί δε μπορούσε να συντονιστεί με τον εαυτό του, γιατί μπορούμε να μάθουμε τα πιστεύω μας μόνο αν, κατά την πρώτη περίοδο της ζωής μας, κάποιος υπάρξει αρκετά υπομονετικός ώστε να διευκολύνει τη δική μας διαδικασία ανακάλυψης του εαυτού μας. Κάποιος που δε μας φώναζε “μη λες βλακείες” όταν εκφράζαμε μια άποψη ή δε χρησιμοποιούσε όλες τις δεξιότητες της ενηλικίωσης για να επιμείνει ότι ο δικός του τρόπος ήταν ο μοναδικός τρόπος.
Το “παιδί χωρίς εαυτό” έπρεπε να αντιμετωπίσει έναν εγωιστή που απλώς το ανάγκασε να ακολουθήσει μια ήδη προκαθορισμένη ατζέντα: Αυτά είναι τα βιβλία που πρέπει να πιστεύεις ότι είναι καταπληκτικά, ο μόνος τρόπος για να είσαι καλό παιδί είναι να διακριθείς σε αυτό το άθλημα ή σε εκείνο το σχολικό μάθημα, ώστε όταν μεγαλώσεις να γίνεις τραπεζίτης ή γιατρός, και ούτω καθεξής. Και όλα αυτά, χωρίς να μπει καν στον κόπο να ελέγξει πώς θα μπορούσε να αισθάνεται αυτός ο μικρός άνθρωπος που είναι βιολογικά προγραμματισμένος να τον λατρεύει και να τον σέβεται. Από αυτό προέκυψε ένα ηθικό δίδαγμα: Η επιβίωση εξαρτάται από τη συμμόρφωση. Το τίμημα της ύπαρξης είναι η θυσία της πραγματικής του ταυτότητας.
Οι άνθρωποι χωρίς εαυτό (λογοπαίγνιο με τη λέξη “Self-less”, που μεταφράζεται και ως “ανιδιοτελής”) μπορεί να είναι ιδιαίτερα γοητευτικοί. Μπορεί να είναι εξαιρετικά ευγενικοί και μελίρρυτοι. Είναι φτιαγμένοι για να καταλαβαίνουν τί μας αρέσει και να μας το αντικατοπτρίζουν. Δεν προσποιούνται απλώς ότι συμβαδίζουν με αυτό που σκεφτόμαστε για λίγα λεπτά. Αναζητούν πραγματικά την κοσμοθεωρία μας και χάνονται σε αυτήν.
Αλλά οι άνθρωποι αυτοί ενέχουν επίσης και σοβαρούς κινδύνους, γιατί κανείς δεν παραιτείται από την αίσθηση του εαυτού του χωρίς να αποθηκεύει μεγάλες ποσότητες οργής και πικρίας. Ωστόσο, αυτές δε μπορούν ποτέ να βγουν στην επιφάνεια ξεκάθαρα, επειδή η ειλικρινής έκφραση των αναγκών τους δεν ήταν ποτέ κάτι που τους επιτρεπόταν να ασκήσουν. Την πρώτη φορά που μπορούμε να μάθουμε για κάποιο πρόβλημα που έχουν μαζί μας, είναι όταν έχει καταστεί μη διαχειρίσιμο.
Μπορεί να κινδυνεύσουμε ακόμα περισσότερο αν ερωτευτούμε αυτούς τους άπιαστους, σαγηνευτικούς ανθρώπους που αλλάζουν σχήμα και μορφή. Στην αρχή, είναι οι προτιμήσεις μας που θέλουν να καταλάβουν. Τα βιβλία, τα μέρη και τα φαγητά που μας αρέσουν τους φαίνονται ιδιαίτερα ενδιαφέροντα. Και μπορεί να επιτρέψουμε στον εαυτό μας μια επικίνδυνη στιγμή τέρψης: μας έκαναν να αισθανόμαστε υπέροχοι και δεν είμαστε αρκετά καχύποπτοι για να αναρωτηθούμε το γιατί.
Ώσπου, κάποια στιγμή, ο αέρας αλλάζει. Ο “χωρίς εαυτό αγαπημένος” μας ξεκινά μια νέα δουλειά, βρίσκει καινούριους φίλους και αρχίζει να κάνει παρέα με έναν κόσμο που θεωρεί ανώτερο. Αυτό που αντικαθιστά την αποδοχή τους για εμάς δεν είναι μια απλή αδιαφορία. Είναι μάλλον περιφρόνηση. Γινόμαστε για αυτούς τόσο αποκρουστικοί, όσο μοναδικοί ήμασταν κάποτε. Μπορεί να πουν “Δε με ξέρεις πραγματικά…” ή “Περιμένεις να είμαι τέλειος/τέλεια…”. Αισθάνονται παγιδευμένοι από την ίδια δανεική ταυτότητα που αναζητούσαν κάποτε μανιωδώς από εμάς. Στο σύστημά τους υπάρχει πολύς θυμός, γιατί ξέρουν ότι κάποιος έχει καταπνίξει τον πραγματικό τους εαυτό, απλά ξεχνούν ότι δεν ήμασταν εμείς. Μέσα τους γνωρίζουν ότι δεν τους επιτράπηκε να γίνουν αυτό που είναι και μας θεωρούν υπεύθυνους που τους κατέπνιξαν. Μπορεί να πουν, με ένα εφηβικού επιπέδου περιφρόνηση, “Με ελέγχεις”, όταν αυτό που πραγματικά εννοούν είναι: “Δεν ξέρω ποιος είμαι. Σου παρέδωσα τον έλεγχο και τώρα δεν ξέρω τί να σκεφτώ”. Ή, πιο βαθιά: “Δεν μπορώ να προσδιορίσω το όριο ανάμεσα στο να με αγαπούν και στο να με ελέγχουν, γιατί οι γονείς μου, που έπρεπε να κάνουν το πρώτο, ενδιαφέρονταν περισσότερο για το δεύτερο”. Μπορεί να βρεθούμε παρατημένοι σαν ένα βάρος ή κάτι άχρηστο. Και όμως, κατά ειρωνικό τρόπο, να ήμασταν το σωστό άτομο για εκείνους: απλά δε γνώριζαν αρκετά ποιοι ήταν ώστε να εμπιστευτούν το αρχικό τους ένστικτο.
Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε για τους ανθρώπους που έχουν στερηθεί έναν εαυτό είναι να τους δείξουμε ότι δεν είμαστε εκεί, όπως υπήρξαν κάποτε οι γονείς τους, για να τους υποχρεώσουμε σε άλλο ένα σύνολο απόψεων για εκείνους. Δεν έχουμε την απαίτηση να γίνουν η ηχώ μας. Θέλουμε να είμαστε περίεργοι για αυτό που δεν τους επιτράπηκε ποτέ ως τώρα να ανακαλύψουν κι ότι επιθυμούμε να κάνουμε κάτι αλλόκοτο και πρωτοφανές: να τους γνωρίσουμε πραγματικά.
Πηγή :
https://www.youtube.com/channel/UC7IcJI8PUf5Z3zKxnZvTBog/community?lb=UgkxoT7jjEIR50sDzHsZ_6IHbMc4NTT-w5Yf
Friday, January 5, 2024
Η Προσωπικότητα Του “Μοναχικού Λύκου” : Το Προϊόν Της Ναρκισσιστικής Οικογένειας
Η προσωπικότητα του Μοναχικού Λύκου περιγράφει το παιδί που μεγάλωσε σε μια δυσλειτουργική/ναρκισσιστική οικογένεια και σαν ενήλικας επιλέγει μια μοναχική ζωή.
Πρόκειται για ένα παιδί που κατά την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του σταδιακά απευαισθητοποιήθηκε στις “φιλικές” εκδηλώσεις της οικογένειας και κατέληξε να αντιπαθεί, ή ακόμα και να βλέπει την οικογένεια σαν τον “εχθρό”, τον οποίο προσπαθεί να αποφύγει όσο το δυνατόν περισσότερο.
Μεγαλώνοντας, είχε να επιβιώσει της σχέσης του με ένα γονιό* που παρέβλεπε, απαξίωνε ή/και υποτιμούσε τα συναισθήματα, τις ανάγκες και επιθυμίες του παιδιού, θέτοντας ταυτόχρονα τις προσωπικές του ανάγκες και συναισθήματα ως προτεραιότητα. Ο γονέας συμπεριφερόταν εγωιστικά, χωρίς αγάπη ή ικανότητα να φροντίσει και να παρέχει στήριξη στο παιδί και στην προσωπική του ανάπτυξη.
Το παιδί μπορεί να παρατηρούσε τον γονιό να δημιουργεί δράμα και χάος γύρω από ασήμαντα θέματα ή πράγματα που είχε απλά φανταστεί και δεν είχαν καν συμβεί, και να φορτίζεται συναισθηματικά σε βάρος τρίτων.
Το παιδί πιθανόν παρατηρούσε τον γονιό να γοητεύει τους άλλους, όταν βρισκόταν σε δημόσια θέα, χρησιμοποιώντας χειραγώγηση και υποκρισία, αλλά και να γίνεται ψυχρός, απόμακρος ή/και κακοποιητικός όταν βρισκόταν στο σπίτι.
Μπορεί να παρατήρησε τον γονιό να κατηγορεί τους άλλους για δικά του λάθη, να έλεγε ψέματα όταν κάποιος τον έφερνε αντιμέτωπο με γεγονότα ή να έλεγε πολύ βολικά, ότι “δε θυμάται” τί συνέβει, προκειμένου να αποποιηθεί των ευθυνών του, να μην παραδεχτεί το λάθος του, ή να χρειαστεί να απολογηθεί για τις πράξεις του.
Ο ναρκισσιστής γονιός χρησιμοποιούσε την “αγάπη” σαν μέσο ελέγχου και τιμωρούσε το παιδί ανάλογα, χρησιμοποιώντας τη συμπεριφορά του παιδιού για να δικαιολογήσει το θυμό του. Άλλες φορές πάλι, έδειχνε “αγάπη” όταν έπαιρνε αυτό που ήθελε ή το παιδί συμπεριφερόταν με τρόπο που τον ικανοποιούσε.
Τα όρια ήταν κάτι που ο γονιός αγνοούσε και απομόνωνε το παιδί λέγοντας πράγματα όπως ότι του χρωστάει για το φαγητό και το σπίτι που του παρέχει.
Το παιδί μπορεί να μεγάλωνε διχασμένο ανάμεσα στην επιθυμία για σύνδεση με το γονιό και στο άγχος που βίωνε όταν βρισκόταν κοντά του.
Τα παιδιά που μεγαλώνουν σε τέτοια περιβάλλοντα τείνουν να γίνονται σιωπηλά, αποτραβηγμένα στον εαυτό τους, επιφυλακτικά, με χαμηλή αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση και καταλήγουν να βιώνουν μια μόνιμη εξάντληση.
Η βασική τους ανθρώπινη ανάγκη να περιβάλλονται με χωρίς όρους αγάπη, φροντίδα και υγιή σύνδεση με τον γονέα,δεν ικανοποιήθηκε και δεν υπήρξε ποτέ.
Η ναρκισσιστική κακοποίηση διαμόρφωσε το ποιοι είναι, το πώς σχετίζονται με τον κόσμο και το πώς συνδέονται με τους άλλους ανθρώπους. Και όσο μεγαλύτερο είναι το χρονικό διάστημα που συνέβει η κακοποίηση αυτή, τόσο πιο έντονα είναι τα αποτελέσματα.
Τα παιδιά αυτά μπορεί να ενηλικιωθούν έχοντας μια απελπισμένη ανάγκη να πάρουν αγάπη από άλλους ανθρώπους, ώστε να γεμίσουν το κενό που έχουν μέσα τους. Ή αντίθετα, μπορεί να μεγαλώσουν χωρίς να νιώθουν την επιθυμία να συνδεθούν με τους άλλους ή να έχουν πολύ περιορισμένες σχέσεις. Αυτά τα παιδιά μεγαλώνοντας γίνονται αυτό που ονομάζουμε “μοναχικοί λύκοι”.
Αυτό το είδος προσωπικότητας μπορεί, συνεπώς, να προκύψει από ναρκισσιστική κακοποίηση, από περιθωριοποίηση, αμέλεια ή από bullying σε βάρος του, μέσα στο σπίτι όπου μεγάλωνε το άτομο.
Αν και οι λύκοι συνήθως ζουν σε αγέλες, στην περίπτωση που εξετάζουμε, ο ναρκισσιστής γονιός, είναι ο ίδιος που έχει σπρώξει το παιδί έξω από την “αγέλη”. Και ο ρόλος του “μοναχικού λύκου” μπορεί να είναι η συνειδητή ή ασυνείδητη επιλογή του παιδιού αυτού να τον ενστερνιστεί, όταν νιώθει πως “δεν ανήκει” και “δεν ταιριάζει” στο περιβάλλον όπου ζει, ενώ ταυτόχρονα αυτού του είδους η απόρριψη μπορεί να ενδυναμώσει τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του “μοναχικού λύκου”.
Το παιδί μεγαλώνοντας χάνει την εμπιστοσύνη του προς τους ανθρώπους που υποτίθεται πως πρέπει να το αγαπούν και να το προστατεύουν περισσότερο από τον καθένα. Πώς λοιπόν να εμπιστευτεί οποιονδήποτε άλλον;
Όταν το παιδί χάσει την εμπιστοσύνη του, τη χάνει για όλους γιατί έμαθε ότι “η εμπιστοσύνη δεν του προσφέρει ασφάλεια”. Και στην περίπτωση που πέρασε πολύ χρόνο μόνο του σαν παιδί, έχει μάθει ότι η μοναξιά είναι το οχυρό του. Η μοναξιά του ήταν η μόνη ευκαιρία που είχε να νιώθει ότι δε θα το πληγώσει κανείς.
Η μοναξιά μπορεί να γίνει φίλος και σύντροφος, κάτι που απολαμβάνει, που του δίνει δύναμη και ένα αίσθημα ελέγχου στο περιβάλλον και στη ζωή του. Ο μοναχικός λύκος, δεν αισθάνεται συνήθως απομονωμένος, αλλά αντίθετα νιώθει ελεύθερος μια που είναι προστατευμένος από τα συναισθήματα των άλλων, τα προβλήματά τους και δεν αισθάνεται υπεύθυνος για αυτά.
Μπορεί κάποιος να υιοθετήσει την προσωπικότητα του μοναχικού λύκου γιατί βρίσκει τις αντιδράσεις των άλλων υπερβολικές. Συνήθως δεν του αρέσει να απορροφά τα συναισθήματα των άλλων γιατί αυτό τον εξαντλεί ενεργειακά.
Ο μοναχικός λύκος σκέφτεται πολύ και σε βάθος και καταλαβαίνει πως είναι ο μόνος υπεύθυνος για την ευτυχία του. Είναι υπεύθυνος του εαυτού του.
Σε κάποιες περιπτώσεις έχει μάθει ότι η ευτυχία/ηρεμία του υπάρχει όταν αποφεύγει να κατηγορηθεί για κάτι που έκανε, κι έχει μάθει να δείχνει τους άλλους με το δάχτυλο ή να θυματοποιεί τον εαυτό του ή τους άλλους.
Συνήθως γνωρίζει τις δυνάμεις και τις αδυναμίες του.Έχει ανακαλύψει το ποιος είναι μόνος του και καταλαβαίνει πώς λειτουργεί το μυαλό του, αλλά και το πώς λειτουργούν οι άλλοι.
Μπορεί να έχει αναπτύξει φοβία ή απέχθεια στο δράμα, στο κουτσομπολιό, στην επιφανειακότητα και στην αρνητικότητα γιατί τα θεωρεί άχρηστα και γιατί έπρεπε να τα υποστεί για μεγάλο μέρος της ζωής του, μεγαλώνοντας δίπλα σε έναν ναρκισσιστή. Ως εκ τούτου, σαν ενήλικας δεν έχει πλέον καμία ανοχή σε αυτά.
Ο Μοναχικός Λύκος έχει την τάση να αντεπιτίθεται, υπερασπίζοντας τον εαυτό του, τα πιστεύω του και διαγράφοντας τη δική του πορεία στη ζωή, με αλήθεια, ελευθερία και αυθεντικότητα.
Όταν ήταν παιδί, έμαθε ότι το να μιλά για τα συναισθήματά του χρησιμοποιούνταν εναντίον του κι αυτό μπορεί να παίζει το ρόλο του ως προς το γιατί δεν εκφράζει τα συναισθήματά του σαν ενήλικας.
Κατά βάθος πιστεύει ότι κανείς δε θα τον υπερασπιστεί κι ότι όλοι κοιτάζουν τον εαυτό τους. Μπορεί να πιστεύει ότι το να ζητήσει βοήθεια από τους άλλους είναι περιττό, άδικο, ότι δείχνει αδυναμία ή εξάρτηση. Μπορεί να είναι αυτοδημιούργητος και να παίρνει εύκολα πρωτοβουλίες. Δεν τον ενδιαφέρει να είναι “η ψυχή της γιορτής”, δε φοβάται να πει όχι, δεν έχει ανάγκη από συνεχή επιβεβαίωση ή έγκριση από άλλους. Έχει την τάση να έχει υψηλές ηθικές αξίες, να κρίνει καλά τους χαρακτήρες, και να τα καταφέρνει εξαιρετικά σε ακραίες και δύσκολες καταστάσεις.
Ο μοναχικός λύκος μπορεί να έχει λίγους και καλούς φίλους που είναι αυθεντικοί, κι όχι ένα μεγάλο κοινωνικό κύκλο. Συνήθως είναι σοβαρός εκ φύσεως, ίσως εσωστρεφής, και με έναν προβληματισμό που επηρεάζει τη διάθεσή του.
Είναι η “παλιά ψυχή” που μπορεί να έχει μια παιδική αθωότητα, αλλά μεταμορφώνεται σε “θηρίο” όταν τον προκαλέσουν.
Σε κάποιες περιπτώσεις, δυστυχώς, ορισμένοι “μοναχικοί λύκοι”, επειδή αισθάνονται ότι κανείς δεν τους υποστηρίζει, νιώθουν ότι πέφτει μόνο στους δικούς τους ώμους το βάρος της ζωής. Μπορεί να νιώσουν απομονωμένοι όταν δεν αισθάνονται ασφάλεια να μοιραστούν προσωπικές πληροφορίες που θα τους κάνουν ευάλωτους στα μάτια του άλλου.
Μπορεί να βλέπουν τους άλλους σαν απειλή ή εμπόδιο, να είναι μονίμως επιφυλακτικοί μήπως κάποιος εισβάλει στο χώρο τους. Μπορεί να πάθουν κατάθλιψη, burn out, μελαγχολία ή να έχουν τάσεις αυτοκτονίας.
Ένα κομμάτι τους ίσως να επιθυμεί να συνδεθεί με άλλους ανθρώπους, αλλά το άλλο τους κομμάτι να φοβάται τα συναισθήματα των άλλων ή και τα δικά τους συναισθήματα που εμφανίζονται με τη σχέση, νιώθωντας ότι κανείς δεν τους καταλαβαίνει ή κανείς δεν τους πιστεύει, κανείς δεν τους βλέπει γι’αυτό που είναι πραγματικά κι αν τους δει, δε θα τους συμπαθήσει και η εγκατάλειψη είναι επίσης κάτι που τους φοβίζει.
Οι σκέψεις αυτές τους ακολουθούν στην ενηλικίωση κι αφού έχουν επιβιώσει της παιδικής τους ηλικίας, και είναι σκέψεις που τους έχει ενσταλλάξει ο ναρκισσιστής γονιός.
Η θεραπεία μπορεί να παίξει πολύ βοηθητικό ρόλο και να ξυπνήσει κομμάτια του εαυτού τους που χρειάστηκε να θυσιάσουν προκειμένου να χτίσουν τις άμυνές τους απέναντι στον κόσμο και στη ζωή.
Σκοπός είναι να προσπαθήσουν να θυμηθούν και να εστιάσουν στα θετικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους, που κράτησαν κρυφά από τους γονείς τους:
Έχουν χιούμορ; Είναι δυνατοί ψυχικά; Προστατευτικοί; Έξυπνοι; Εφευρετικοί;
Το ζητούμενο είναι να προσπαθήσουν να ξαναμάθουν το ποιοι είναι, να βρουν τον εαυτό τους και να πετάξουν από πάνω τους τα ψέματα που τους ενστάλαξε η οικογένειά τους. Να πιστέψουν ότι αξίζουν σαν άνθρωποι, κι ότι αξίζουν να αγαπήσουν και να αγαπηθούν.
*Στη δυσλειτουργική οικογένεια τα προβλήματα δεν προκύπτουν ποτέ από τη συμπεριφορά ενός μεμονωμένου ατόμου. Ο ναρκισσιστής γονιός έχει ένα ολόκληρο σύστημα από συγγενείς, γνωστούς, φίλους κλπ, που τον υποστηρίζει και τον εμψυχώνει. Η εξέλιξη της προσωπικότητας κάποιου δεν είναι ποτέ αποκλειστικό αποτέλεσμα της κακής/κακοποιητικής συμπεριφοράς ενός μόνο γονέα, αλλά χάριν ευκολίας στη συγγραφή του άρθρου θα αναφέρεται ως έτσι.
Saturday, November 4, 2023
Το Παιδί Ζόμπι
Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μικρό χωριό, γεννήθηκε ένα αγοράκι.
Το δέρμα του ήταν κατάλευκο και είχε μεγάλα μάτια.
Καθώς μεγάλωνε, η μητέρα του συνειδητοποίησε ότι το αγόρι δεν αισθανόταν τίποτα. Ήθελε μόνο να τρώει, σαν ζόμπι.
Έτσι η μητέρα του, το κλείδωσε στο υπόγειο, για να μην το δουν οι συγχωριανοί της.
Κάθε βράδυ, το τάιζε με ζώα που έκλεβε. Η μητέρα μεγάλωνε το αγόρι στα κρυφά.
Πρώτα έκλεψε ένα κοτόπουλο. Μετά ένα γουρούνι.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια. Και μια μέρα ξέσπασε επιδημία. Όσα ζώα είχαν απομείνει πέθαναν και μαζί τους πολλοί άνθρωποι.
Όσοι επέζησαν από την επιδημία, έφυγαν από το χωριό.
Η μητέρα δε μπορούσε να αφήσει πίσω το γιο της. Για να μην πεινάει το αγόρι και κλαίει, έκοψε ένα πόδι της και του το έδωσε. Μετά, έκοψε το χέρι της. Του έδωσε όλα τα άκρα της.
Όταν έμεινε μόνο ο κορμός της, αγκάλιασε το γιο της για τελευταία φορά, για να φάει ό,τι της είχε απομείνει.
Με τα δυο του χέρια, το αγόρι κράτησε σφιχτά τον κορμό της μητέρας του και της μίλησε για πρώτη φορά.
“Μαμά, είσαι πολύ ζεστή."
(Το παραμύθι είναι απόσπασμα από την κορεάτικη σειρά “It’s Okay Not To Be Okay”)
Saturday, September 30, 2023
Γυναίκες και Χρήματα
Πώς το Τραύμα της Μητέρας επηρεάζει την καριέρα και τη σχέση με τα χρήματα
Μετάφραση από το άρθρο της Bethany Webster
Υπάρχει μια άμεση σύνδεση μεταξύ της ποιότητας της σχέσης μιας γυναίκας με τη μητέρα της και της σχέσης της με τη δική της καριέρα και την αίσθηση του σκοπού στη ζωής της.
Πολλές γυναίκες έχουν διφορούμενα συναισθήματα για τα χρήματα, την καριέρα και την οικονομική επιτυχία επειδή βγάζουν στην επιφάνεια ζητήματα που σχετίζονται με την ασφάλεια, την επιβίωση, το αίσθημα επιβεβαίωσης και αναγνώρισης, την αυταξία και το λαμβάνειν. Όλα είναι θέματα που μας γυρνάνε πίσω στα αρχικά πρότυπα ασφάλειας και εμπιστοσύνης της πρώιμης σχέσης με τη μητέρα μας.
Η θέση της γυναίκας στην πατριαρχική κοινωνία ως “λιγότερη” από τους άνδρες συνεπάγεται έλλειψη εξ ορισμού.
Όταν ήμασταν παιδιά, οι μητέρες μας ήταν το πιο ισχυρό άτομο στη ζωή μας, αλλά ταυτόχρονα ήταν συχνά και το πιο αδύναμο. Ήταν ισχυρή γιατί τη χρειαζόμασταν για την επιβίωση και αδύναμη εξαιτίας της απαξίωσης που σε κάποιο βαθμό είχε από την κοινωνία.
Πολλές γυναίκες αισθάνονται ενοχές για την επιτυχία ή τις επαγγελματικές τους φιλοδοξίες, επειδή οι μητέρες τους, κατά κάποιον τρόπο τις στερήθηκαν. Κάποιες ασυνείδητα σαμποτάρουν το μέγεθος της επιτυχίας τους, ενώ άλλες μετά βίας επιτρέπουν στον εαυτό τους να την επιθυμήσει. Άλλες αισθάνονται τη ζήλια της μητέρας τους για τα επιτεύγματά τους κάνοντάς τες να κρύβουν, να υποτιμούν ή να καθυστερούν ασυνείδητα την επιτυχία τους.
Η σύγχυση μεταξύ επιτυχίας και ενοχής ξεκινά από μικρή ηλικία, όταν μπορεί να αισθανθήκαμε ότι οι μητέρες μας άδειαζαν συναισθηματικά ανάλογα με το πόσο χώρο καταλαμβάναμε μεγαλώνοντας.
Στην πραγματικότητα δεν είχαμε ποτέ τη δύναμη να κάνουμε τις μητέρες μας να αισθάνονται ασήμαντες ή λίγες.
Είχαμε τη δύναμη να ξυπνήσουμε τον πόνο που ήταν ήδη μέσα τους, ο οποίος ξεκίνησε πολύ πριν μπούμε εμείς στη ζωή της. Αλλά μέσα στην αθωότητά μας ως παιδιά, πιστέψαμε λανθασμένα ότι ήμασταν η πηγή του πόνου της. Και πιστέψαμε τη μητέρα μας αν, τις στιγμές που αισθανόταν πληγωμένη, μας έλεγε ότι φταίμε εμείς που υποφέρει.
Η δέσμευσή μας να παραμείνουμε “μικρές”, από την αφοσίωση στις εξαντλημένες μητέρες μας, βασίζεται σε μια μεγάλη παρανόηση.
Η ζήλια και το αίσθημα στέρησης της μητέρας μας, μπορούν να θεραπευτούν και να αντιμετωπιστούν μόνον εκεί όπου πρωτοδημιουργήθηκαν, δηλαδή μέσα της και έχουν σχέση με τις δικές της πρώιμες πληγές. Εξ αρχής, τίποτα δεν ήταν στον έλεγχό μας ως κόρες. Το θέμα είναι ότι αυτό μπορεί να το διαχειριστεί ΜΟΝΟ ΕΚΕΙΝΗ. Το να παραμένουμε μικρές και αφανείς δεν εξυπηρετεί πουθενά. Κι αυτό δεν είναι έλλειψη ενσυναίσθησης προς τη μητέρα μας, αλλά σεβασμός στο εσωτερικό της ταξίδι, ως κάτι που είναι δικό της και μόνο δικό της.
Δεν υπήρξε ποτέ παραβίαση. Μόνο προβολή.
Με το να νιώθουμε ένοχες που προκαλέσαμε τη ζήλια της μητέρας μας ή τους φόβους της, γινόμαστε στην πραγματικότητα εν αγνοία μας, οι προμηθευτές αυτού ακριβώς που την έχει καταπιέσει. Η “προθυμία” μας να αισθανόμαστε ένοχες, μας κάνει να στερούμε από τον εαυτό μας τις δυνατότητές μας και αναμφίβολα, στο μέλλον θα αισθανθούμε την πικρία, για την οποία θα κατηγορήσουμε την επόμενη γενιά, όταν αρχίσει να ξεδιπλώνεται και να επεκτείνεται.
Η καταπίεση από συμπόνια για τις μητέρες μας δεν είναι αλτρουισμός ή ενσυναίσθηση, αλλά μια μορφή ασυνείδητου αυτοτραυματισμού. Είναι η παρεξήγηση που δημιουργήθηκε μέσα σε ένα παιδί, και δε λύθηκε ποτέ.
Ο τρόπος για να ελευθερωθούμε από αυτό, είναι πολύ απλός και πολύ περίπλοκος ταυτόχρονα: Πενθούμε.
- Πενθούμε για το γεγονός ότι ήμασταν ανίσχυρες σαν παιδιά και όσο κι αν προσπαθήσαμε, δε θα μπορούσαμε να σώσουμε τη μητέρα μας από τον πόνο της.
- Πενθούμε για το γεγονός ότι οι καλές μας προθέσεις και η τεράστια αγάπη για τις μητέρες μας, μπορεί να τους ήταν αόρατες εξαιτίας των δικών τους τραυμάτων.
- Πενθούμε για το γεγονός ότι μπορεί κατά λάθος να μας είδε εκείνη ως την αιτία του πόνου της και σαν αποτέλεσμα να μας κακοποίησε.
- Πενθούμε για τη σπαρακτική τραγωδία του να βλέπουμε τα μέλη της οικογένειάς μας να υποφέρουν.
- Πενθούμε για τις χαμένες ευκαιρίες της μητέρας μας, της μοναξιάς, της απομόνωσης, ή οποιουδήποτε άλλου πράγματος την έκανε να υποφέρει όσο εμείς μεγαλώναμε.
- Πενθούμε για το γεγονός ότι μπορεί να έχουμε περάσει χρόνια κατηγορώντας τον εαυτό μας για τον πόνο της οικογένειάς μας.
- Πενθούμε για το γεγονός ότι δε μπορούμε να πείσουμε τη μητέρα μας ότι η ευτυχία μας δεν είναι μια προσωπική επίθεση εναντίον της.
Καθώς δίνουμε στον εαυτό μας την άδεια να πενθήσει, να αποδεχτεί την απώλεια και να προχωρήσει μπροστά, πραγματοποιούμε μια πράξη βαθιάς αγάπης για τον εαυτό μας. Αυτό είναι ένα σημαντικό κομμάτι της διαδικασίας να γίνουμε η μητέρα του εαυτού μας.
Το να πενθήσουμε το Τραύμα της Μητέρας, ανοίγει το δρόμο για την ελευθερία, συμπεριλαμβανομένου και της οικονομικής, αλλά και της επιτυχίας κάθε είδους.
Η αλήθεια είναι ότι πρέπει να είμαστε πρόθυμες και σε θέση να ξεπεράσουμε τις μητέρες μας, αν εκεί μας οδηγεί ο δρόμος μας. Όχι μόνο σε εξωτερικό επίπεδο, όπως πόσα χρήματα κερδίζουμε ή τί μπορούμε να κάνουμε στον κόσμο, αλλά κυρίως πρέπει να είμαστε πρόθυμες και σε θέση να ξεπεράσουμε το επίπεδο συνείδησής της και να συνεχίσουμε να εξελισσόμαστε με μεγαλύτερη επίγνωση και κατανόηση. Αυτό είναι η ωρίμανση και είναι το δικαίωμα με το οποίο γεννηθήκαμε και αξίζει να το γιορτάζουμε.
Οι μητέρες μας μπορεί να μην είναι πλήρως σε θέση να συμμετέχουν στην εξέλιξη και στις συνειδητοποιήσεις που προκύπτουν και αυτό, πρέπει επίσης να το πενθήσουμε. Μπορούμε να βρούμε άλλες γυναίκες που είναι σε θέση να καταλάβουν και να καλλιεργήσουν αυθεντικές σχέσεις μαζί μας.
Καθώς πενθούμε, περνάμε από την υπερπροσπάθεια στην άνεση.
Σε πολλές οικογένειες, η υπερπροσπάθεια συνδυάζεται με την αγάπη. Αν δεν πασχίσεις οικονομικά, ή σε άλλο επίπεδο, κατά κάποιον τρόπο θεωρείται προδοσία προς το οικογενειακό ήθος. Καθώς συνεχίζουμε τη διαδικασία του πένθους, ανακαλύπτουμε ότι μπορούμε να είμαστε οικονομικά αυτάρκεις και αυτό να μη συνδέεται με την εγκατάλειψη ή την απώλεια της συναισθηματικής σύνδεσης.
Η επαφή με τον εσωτερικό μας πλούτο μας οδηγεί στον εξωτερικό πλούτο.
Η οικονομική ελευθερία δεν μπορεί να προσεγγιστεί συμπτωματολογικά, όπως η δυτική ιατρική προσεγγίζει τις ασθένειες. Πρέπει να βρεθεί η ρίζα του προβλήματος και σαν συνέπεια, τα “κλαδιά” της ζωή μας θα γίνουν πιο υγιή. Η ρίζα είναι το Τραύμα της Μητέρας κι όσο το φροντίζουμε, μεταμορφώνουμε τα “κλαδιά” μας που αφορούν τις σχέσεις, την καριέρα ή τον γονεϊκό μας ρόλο.
Όταν θρηνούμε γι’αυτό που δε μπορούσαμε να δώσουμε στις μητέρες μας, σπάμε τη σύγχυση μεταξύ επιτυχίας και απώλειας.
Και μόνο τότε μπορούμε να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να βιώσει και να δεχτεί την αφθονία όλων των ειδών, με περισσότερη ευκολία, γιατί δε θα ξυπνάει πλέον μέσα μας η γνωστική ασυμφωνία που ερχόταν σε σύγκρουση με τον πρωτεύον φροντιστή μας.
Αυτός ο πρωτεύον δεσμός προσκόλλησης μετουσιώνεται στη μητέρα μέσα μας, και μέσω αυτού του εσωτερικού δεσμού χτίζουμε τα θεμέλια της ασφάλειας για να ζήσουμε τα όνειρά μας.
Το άρθρο στα αγγλικά:




