Υποκουλτούρες θηλυκού και αρσενικού γένους (μέρος B’)
Στις γυναίκες υπάρχει μια πρόσθετη πηγή συγκρούσεων, διότι
αν συμπεριφέρονται σύμφωνα με τις κοινωνικές προσδοκίες, ο ρόλος τους ως
γυναίκα είναι δευτερεύοντας, δεδομένου ότι η κοινωνική υπόληψη βρίσκεται στο
αρσενικό. Αν όμως συμπεριφέρονται με τις ανδρικές αξίες για να αναγνωρισθούν
κοινωνικά (με επιθετικότητα,
ανταγωνιστικότητα, αντοχή, σκληρότητα, κλπ) περιφρονούνται ως γυναίκες. Ως εκ
τούτου, οι γυναίκες που είναι επιθετικές ή ανταγωνιστικές στη δουλειά για
παράδειγμα, γίνονται σεβαστές από τους άντρες ως ίσες προς αυτούς, αλλά υποτιμούνται
ως γυναίκες, ειδικά στο θέμα της δημιουργίας μιας σταθερής σχέσης, μια που δεν
εντάσσονται στο θηλυκό τους ρόλο. Τα δύο
φύλα εκπαιδεύονται ώστε να δέχονται το συμπληρωματικό τους ρόλο μέσα στη σχέση,
κάτι το οποίο επιτρέπει τη διατήρησή της, αλλιώς κατά κάποιον τρόπο,
τιμωρούνται.
Επίσης, η ιδεολογία της κυριαρχίας αντανακλάται και στις σωματικές
εμπειρίες, αναπτύσσοντας σε γενικές γραμμές, δυο βασικούς τρόπους για να
αντιλαμβάνονται τα ερεθίσματα, τα συναισθήματα, ή ακόμα για να εκφράζουν τον
ερωτισμό και τη σεξουαλική τους συμπεριφορά.
Στη ζωή και στην ερωτική πραγματικότητα της γυναίκας, μεγάλης
σημασίας είναι το σύνολο και στον άντρα
η περιοχή των γεννητικών οργάνων. Έτσι ακόμα και οι ερωτικές φαντασιώσεις και
των δύο περιστρέφονται γύρω από τις
έννοιες αυτές, κάτι που επεκτείνεται και στην ερωτική τους επικοινωνία.
Η επικοινωνία έχει διαφορετικές μορφές έκφρασης. Η ταυτότητα
του άντρα χτίζεται σε μεγάλο βαθμό, βάση της ταυτοποίησής του με τα γεννητικά
του όργανα, με το ρόλο της κυριαρχίας, με το εξωτερικό (το ξένο προς αυτόν, με
τον εξωτερικό χώρο), με την εξωτερίκευση της έκφρασης, με τη δύναμη που του προσδίδει
ο λόγος, ως έκφραση της δύναμης.
Η γυναίκα εκφράζεται με το σώμα της και με το λόγο, τα
οποία και τα δύο, φέρουν μεγάλο συναισθηματικό περιεχόμενο, καθώς
επίσης και με τη σιωπή. Δεδομένου ότι ο λόγος της γυναίκας έχει μικρή αξία σε
κοινωνικό επίπεδο, το γεγονός αυτό την οδηγεί στο χτίσιμο της ταυτότητά της βάση της εσωτερικότητάς
της, καλλιεργώντας εκεί τα συναισθήματά της, και την κρυφή της φαντασία. Η σιωπή θα μπορούσε να ερμηνευτεί κάποιες φορές ως στάση
αυτολογοκρισίας, αλλά επίσης και ως ένα εσωτερικευμένο τόπο επανάστασης και
πάλης ενάντια στην πραγματικότητα, στην οποία εξεγείρεται αλλά και προστατεύει τον εαυτό της, όντας ελεύθερη
να σκέφτεται ό,τι θέλει.
Έχει μάθει από μικρή ότι δεν έχει σημασία αυτό που λέει, ότι
δεν αξίζει να την ακούσουν. Και μία από τις εργασίες που συντελούνται
συστηματικά στις γυναικείες θεραπευτικές ομάδες –και κυρίως σε βασικό επίπεδο-
είναι η εμπιστοσύνη στο λόγο τους και η αυτοεκτίμηση. Είναι τυπικό να συναντάει
κανείς γυναίκες στις ομάδες αυτές, που δεν τολμούν να πουν αυτό που σκέφτονται
γιατί «είναι χαζομάρα» ή «δεν ενδιαφέρει κανέναν».
Ο λόγος συνήθως φέρει μεγάλο συναισθηματικό φορτίο,
συνδέεται στενά με την καθημερινότητα, την πρακτικότητα και περιλαμβάνει το
συλλογικό. Ο άνδρας χρησιμοποιεί περισσότερο τις αφηρημένες έννοιες, προτιμά να
μιλά για το ξένο από τα δικά του συναισθήματα, χρησιμοποιεί ένα σκεπτικό πιο
γραμμικό και εκτιμά τη γλωσσική ακρίβεια.
Όλα αυτά δυσκολεύουν την επικοινωνία μεταξύ τους. Είναι
ξεκάθαρο ότι εκτιμάται ο αντρικός τρόπος
έκφρασης και ότι η γλωσσικο-συναισθηματική έκφραση της γυναίκας δε γίνεται
κατανοητή ακόμα κι όταν προσπαθεί να εκφράσει μέσω αυτής της οδού την
απογοήτευσή της για την καθημερινή έλλειψη επικοινωνίας. Για παράδειγμα, όταν
λέει «ποτέ δε μου χαρίζεις λουλούδια», «δε με αγαπάς καθόλου», οι εκφράσεις όπως
ποτέ, τίποτα, τα πάντα κλπ μπορεί να προκαλέσουν προβλήματα στην επικοινωνία
γιατί σύμφωνα με τον άλλο τρόπο σκέψης θα έπρεπε να χρησιμοποιεί όρους όπως
«σχετικά», «με μεγαλύτερη η μικρότερη συχνότητα», «αρκετά» κλπ, κι αυτό εμποδίζει την έμμεση συναισθηματική έκφραση
του αιτήματος («δώσε μου σημασία»,
«αγάπα με»).
Επίσης, η γλώσσα του σώματος είναι ένας άλλος σημαντικός τρόπος έκφρασης της
γυναίκας. Όταν ο λόγος δεν έχει μεγάλη σημασία, χρησιμοποιεί το σώμα ως μέσο
έκφρασης των συναισθημάτων της. Και πάλι, πολλές από τις εκφράσεις της δε
γίνονται κατανοητές και αυτή η ασυνεννοησία καλύπτεται με τη χρήση μειωτικών ετικετών όπως αυτή της «υστερικής».
Στη γυναίκα ευνοείται και επιτρέπεται περισσότερο απ’ ότι
στον άνδρα η σωματική έκφραση, η αβρότητα στις κινήσεις, η ευελιξία. Στους
κλασικούς χορούς για παράδειγμα, ο άνδρας οδηγεί και η γυναίκα πρέπει να ξέρει
πώς να προσαρμόζεται και να αφήνεται στην καθοδήγησή του. Το σώμα βοηθάει
επίσης τη γυναίκα στο να εκφράσει την επιθυμία της, ως ένας τρόπος για να προσελκύσει
και να αναγνωριστεί στη διαδικασία της αποπλάνησης. Ο άντρας, αντίθετα, γοητεύει κατά κύριο λόγο, με την ομιλία, ή με το
σύνολο των ψυχο-σωματικών
χαρακτηριστικών του, ή με την προσωπικότητά του. Το σώμα του άνδρα συνήθως
παρουσιάζει μια εικόνα πιο άκαμπτη, σκληρή (η οποία συγχέεται συχνά με την
έκφραση δύναμης), συναισθηματικά ανέκφραστη. Και μία από τις απαραίτητες
εργασίες που συντελούνται με τους
άντρες στο πλαίσιο της θεραπείας, είναι η έκφραση των συναισθημάτων καθώς επίσης και η εκμάθηση της
σωματικής επικοινωνίας.
Υποσυνείδητα, όπως όλες οι άλλες εκδηλώσεις που αναφέρονται
πιο πάνω, ενώνονται οι θηλυκές και οι αρσενικές αξίες, στις κινήσεις του
σώματος. Στις ασκήσεις που πραγματοποιούνται αποκαλύπτεται ότι κάθε κίνηση
εμπεριέχει συναισθήματα, και αποσκοπούν στο να γίνουν συνειδητά αυτά που νιώθουμε
σε συναισθηματικό επίπεδο.
Ορισμένες γυναίκες εκφράζουν
την εξής σύγκρουση κατά τη διάρκεια των ασκήσεων: «νιώθω άβολα κάνοντας κινήσεις γρήγορες, μου
προκαλούν άγχος, θα προτιμούσα να κινούμαι αργά αλλά είμαι υποχρεωμένη να
κινούμαι γρήγορα». Πιθανόν το παράδειγμα
αυτό εκφράζει τη σύγκρουση που βιώνουν ορισμένες γυναίκες όταν υιοθετούν
«αρσενικές» αξίες ως μέσο αυτοεκτίμησης.
Η προσωπική σύγκρουση πάει πολύ πιο βαθειά και μπορεί να παρατηρηθεί εύκολα ο τρόπος με τον
οποίο κατά την επικοινωνία των δύο φύλων αναπαράγονται οι σχέσεις δύναμης ή οι
σαδομαζοχιστικές σχέσεις. Σε μια προσποιητή
επικοινωνία μέσω κινήσεων του σώματος σε δυάδες, ζητείται από ένα άτομο
εκ των δύο να επικοινωνεί συστηματικά με ένα είδος κινήσεων –για παράδειγμα:
αργές – και το άλλο με τις αντίθετες κινήσεις – γρήγορες. Φυσικά, εκείνος που
επικοινωνεί με κινήσεις που εκφράζουν
ενεργητικότητα, ταχύτητα, άνοιγμα, καθοδήγηση, συνήθως απελευθερώνει μια
επιθετικότητα , ένα «σαδισμό» - είτε πρόκειται για τη γυναίκα, είτε για τον άνδρα-
και ο άλλος νιώθει καταπιεσμένος. Όταν
οι ρόλοι αλλάζουν, η σχέση δύναμης αντιστρέφεται.
Προφανώς αυτό που πραγματοποιείται είναι η συνειδητοποίηση όλων των παραπάνω και η συνειδητή δουλειά προς
την ενσωμάτωση όλων των ειδών των κινήσεων ως απαραίτητες για την προσωπική
τους εξέλιξη και επικοινωνία, αλλάζοντας τη σχέση δύναμης σε μια σχέση ίσου
προς ίσο, με σεβασμό στη διαφορετικότητα, και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ανάγκες έκφρασης κάθε ατόμου, ανάλογα με
τη στιγμή.
από το
βιβλίο Psicoerotismo femenino y masculino, της Fina Sanz
No comments:
Post a Comment